ὀξυπέπερι

ὀξυπέπερι
ὀξῠ-πέπερι, εως, τό,
A mixture of vinegar and pepper, Xenocr. ap. Orib.2.58.84.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οξυπέπερι — ὀξυπέπερι, εως, τὸ (Α) μίγμα από ξίδι και πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πέπερι «πιπέρι»] …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”